Το 1928, η Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου- Σεραϊδάρη, γνωστή με το ψευδώνυμο Νέλλυ, φωτογράφισε γυμνή στην Ακρόπολη τη χορεύτρια της Κομεντί Φρανσέζ, Μόνα Πάιβα.
Όπως ανέφερε η ίδια η φωτογράφος, το γυμνό δεν ήταν προγραμματισμένο και προέκυψε τυχαία.
Όταν η Νέλλυ πληροφορήθηκε, ότι η διάσημη χορεύτρια βρισκόταν στην Αθήνα για παραστάσεις, θέλησε να της κάνει μια καλλιτεχνική φωτογράφιση, με φόντο τον Παρθενώνα.
Για τον λόγο αυτό, ζήτησε και πήρε άδεια από τον διευθυντή της Ακρόπολης, Αλέξανδρο Φιλαδελφέα.
Το αρχικό σχέδιο ήταν, το μοντέλο να ποζάρει «ντυμένο» με μουσελίνες και πέπλα, για να παραπέμπει σε αρχαία Ελληνίδα.
Όταν ο αρχαιολογικός χώρος έκλεισε για το κοινό, η φωτογράφος και το μοντέλο ξεκίνησαν τις ετοιμασίες.
Η Πάιβα, μετά από υπόδειξη των υπεύθυνων, χρησιμοποίησε το σπιτάκι του φύλακα για καμαρίνι. Την ώρα που άλλαζε ρούχα, την είδε η φωτογράφος. Τότε αποφάσισε να τη φωτογραφίσει ολόγυμνη.
«Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και καθώς ο ήλιος έγερνε και γέμιζε με φως τον μικρό χώρο, είδα για πρώτη φορά την ξένη χορεύτρια ολόγυμνη. Μου φάνηκε πως ενσάρκωνε το πνεύμα των αρχαίων μαρμάρων! «Θα μπορούσατε να ποζάρετε τελείως γυμνή;» είπα. Δέχτηκε. Έτρεξα και ρώτησα τον Φιλαδελφέα. Η απάντησή του ήταν καταφατική, υπό ένα όρο: «Φτάνει οι φωτογραφίες να μην είναι για δημοσίευση».
Το μοντέλο πόζαρε γυμνό στον φακό της Νέλλυ, χορεύοντας και κρατώντας ένα κλωνάρι ελιάς. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ήταν άψογο και η φωτογράφος, για να ευχαριστήσει την Πάιβα, της έδωσε μερικές από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει.
Την επόμενη χρονιά, μία από αυτές τις φωτογραφίες δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Illustration de Paris.
Την επόμενη χρονιά, μία από αυτές τις φωτογραφίες δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Illustration de Paris.
Τα νέα έφτασαν στην Ελλάδα και αμέσως ξέσπασε σκάνδαλο. Η συντηρητική κοινωνία του μεσοπολέμου θεώρησε προσβολή το γυμνό και καταδίκασε τη Νέλλυ.
Παρόμοια αντίδραση είχε και ο αθηναϊκός Τύπος, που κατηγόρησε την καλλιτέχνη για βεβήλωση του αρχαιολογικού χώρου.
Παρά τις αντιδράσεις και τα σχόλια, η φωτογράφος δεν πτοήθηκε και επανέλαβε τη φωτογράφιση στην Ακρόπολη, με μοντέλο την Ουγγαρέζα χορεύτρια Νικόλσκα.
Σύμμαχος της Νέλλυ ήταν για ακόμα μια φορά ο διευθυντής της Ακρόπολης, που παρά την κατακραυγή, της έδωσε ξανά την πολυπόθητη άδεια.
Για να μετριάσει τις αντιδράσεις η φωτογράφος, αυτή τη φορά χρησιμοποίησε τα αραχνοΰφαντα πέπλα, με τα οποία έντυσε τη Νικόλσκα.
Σύμμαχος της Νέλλυ ήταν για ακόμα μια φορά ο διευθυντής της Ακρόπολης, που παρά την κατακραυγή, της έδωσε ξανά την πολυπόθητη άδεια.
Για να μετριάσει τις αντιδράσεις η φωτογράφος, αυτή τη φορά χρησιμοποίησε τα αραχνοΰφαντα πέπλα, με τα οποία έντυσε τη Νικόλσκα.
Λίγα μόλις χρόνια μετά, το 1936, η Ελλάδα έκανε ένα προοδευτικό άλμα και παρουσίασε τις γυμνές φωτογραφίες με τις χορεύτριες στο περίπτερο ελληνικού τουρισμού στο Παρίσι.
Τα σχόλια ήταν διθυραμβικά και οι δύο «γυμνές» φωτογραφίσεις της Νέλλυ άφησαν εποχή.
Η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος
Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη ήταν η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μικρά Ασία και στην αρχή της δεκαετίας του ‘20 έφυγε στο εξωτερικό, αναζητώντας την τύχη της. Αρχικά, ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και τη ζωγραφική, αλλά περνώντας ο καιρός, την κέρδισε η φωτογραφία.
Σπούδασε στη Δρέσδη, δίπλα σε κορυφαίους Ευρωπαίους φωτογράφους και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή βρισκόταν η οικογένεια της. Το 1925, άνοιξε το πρώτο της εργαστήρι, στην οδό Ερμού.
Σπούδασε στη Δρέσδη, δίπλα σε κορυφαίους Ευρωπαίους φωτογράφους και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή βρισκόταν η οικογένεια της. Το 1925, άνοιξε το πρώτο της εργαστήρι, στην οδό Ερμού.
Η Νέλλυ φωτογράφισε πολλά σημαντικά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Κωστής Παλαμάς, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ το 1936 απαθανάτισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου.
Ήταν η επίσημη φωτογράφος του υπουργείου Πολιτισμού και εκτελούσε παραγγελίες για τουριστικές αφίσες της Ελλάδας.
Ξεχωριστή θέση στο έργο της κατέχουν οι γυναίκες, που συνήθιζε να τις φωτογραφίζει με τις παραδοσιακές ενδυμασίες του τόπου τους.
Γνωστή είναι η σειρά φωτογραφιών «Παραλληλισμοί», στην οποία, θέλοντας να αποδείξει τη φυλετική συνέχεια των Ελλήνων, συγκρίνει προσωπογραφικά βοσκούς και χωριατοπούλες, με κούρους και κόρες της αρχαιότητας.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν στις Η.Π.Α., μαζί με το σύζυγό της. Εκεί έμεινε για περίπου 27 χρόνια και συνέχισε να υπηρετεί την τέχνη της.
Το 1966 επέστρεψε στην Ελλάδα. Το διαμέρισμα, στο οποίο πέρασε την υπόλοιπη ζωή της, είχε μετατραπεί σε φωτογραφικό μουσείο. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, η καλλιτέχνης δώρισε μεγάλο μέρος του έργου της στο Μουσείο Μπενάκη.
Το 1966 επέστρεψε στην Ελλάδα. Το διαμέρισμα, στο οποίο πέρασε την υπόλοιπη ζωή της, είχε μετατραπεί σε φωτογραφικό μουσείο. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, η καλλιτέχνης δώρισε μεγάλο μέρος του έργου της στο Μουσείο Μπενάκη.
Πέθανε τον Αύγουστο του 1998, αφήνοντας πίσω της μια μεγάλη πολιτιστική παρακαταθήκη.
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ σχολιάζεις εσύ!