______

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Γιατί σκίζει ο Έλληνας στο εξωτερικό;

photo: Μαρία Μαράκη
Η μοίρα μου, παίδες μου αγαπημένοι, είναι πια σαφής: Ήρθα στον κόσμο αυτό, τον λεγόμενο και ψεύτη, για να λέω τις μεγάλες αλήθειες απαντώντας στα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα. Η φύση με προίκισε με τεράστιο IQ για να μπορώ να το κάνω και με εξίσου τεράστια ανεργία για να έχω το χρόνο να το κάνω.
Λοιπόν: Το ερώτημά μας σήμερα είναι γιατί οι Έλληνες σκίζουν στο εξωτερικό;
Χρόνια ολόκληρα ζούσα κι εγώ μ' αυτήν την απορία. Γιατί στα πάτρια εδάφη δεν καταφέρνουμε να ξεφλουδίσουμε ένα γαμοπορτοκάλι και μόλις περάσουμε τα σύνορα όχι μόνο το ξεφλουδίζουμε καλλιτεχνικά αλλά το κάνουμε και χυμό, το προσθέτουμε σε μισό κιλό τεκίλα και το μετατρέπουμε σε σφηνάκια τεκίλα sunrise που μοσχοπουλιούνται;
Την απάντηση μου την έστειλε η ίδια η ζωή. Όταν ήμουν 7 χρονών, πήγαμε το καλοκαίρι στη Καρδαμύλη όπου είχε κάτι ξεχασμένα όγδοα ξαδέρφια ο πατέρας μου. Τα ξαδέρφια αυτά όταν είχαμε φράγκα για διακοπές στη Σαντορίνη τα έλεγε ρεμάλια και δεν θυμόταν ούτε το όνομά τους. Όταν όμως είχε τρελές χασούρες στην Πάρνηθα και έσφιγγαν οι κώλοι, ξαφνικά θυμόταν όχι μόνο τα ονόματά τους αλλά και τα γενέθλιά τους, τους τηλεφωνούσε, άρχιζε τα ανέκδοτα με ξανθιές και τελικά βρισκόμαστε αραχτοί στο σπιτάκι τους να μας τηγανίζουν αυγά από κώλο κότας λακωνικής. Εκείνη τη χρονιά πήγαμε κι αντί 4 τους βρήκαμε 3.
-Πού είναι ο Γιώργης, ρε παιδιά; ρώτησε με αγωνία ο πατέρας μου γιατί ο Γιώργης ήταν τάλε κουάλε με αυτόν και στήναν μαζί τοπικά τουρνουά πόκερ και έγδυναν τον τοπικό πληθυσμό μέχρι το τοπικό σώβρακο.
-Πάει ο Γιώργης, ξάδερφε, είπε με άφατη πίκρα η δόλια μάνα του, μια στρίτζω Μανιάτισσα. Μας τον έφαγε αυτή η ρουφιάνα η Λουφτχάνσα, που κακό ψόφο να 'χει. Η γερμανέζα, καλέ, αυτή η χαρχάλα με το μακρύ το μαλλί, δεν τη θυμάσαι από πέρσι; Που πασαλειβόταν να μην τήνε κάψει ο ήλιος, ε, μας έκαψε αυτή.
-Αααα, αυτή με το ωραίο το μαλλί, λέει ο λιγούρης ο ντάντυς που τη θυμήθηκε, τη Γκρέτα λέτε; Γιατί τη λέτε Λουφτχάνσα;
-Γιατί πηγαινοερχότανε με το αερόπλανο και μας εζάλισε τα απαυτά μας, πετάχτηκε η νύφη της η μεγάλη.
-Ε, ερωτευτήκανε τα παιδιά, βρε συμπεθέρα, είπε όλο κατανόηση ο ερωτύλος ο δικός μας που είχε ήδη σπιτώσει δύο Αεροφλότες.
-Βρε, τον έφαγε σου λέω, με καταλαβαίνεις ή κουφαίνεις; Μας τον άρπαξε τον λεβέντη μας και μας τον μπαούλιασε μέσα στο αερόπλανο της Λουυφτχάνσας που να της πέσει το μαλλί και να μη βρίσκει καούκα.
Σ' αυτό το σημείο ο θυμόσοφος αδερφός Γιώργης πήρε βαθιά ανάσα και έδωσε μια καλλιτεχνική πινελιά στην υψηλού επιπέδου συζήτηση.
-Αχχχχχχχ... Ανάθεμά το το μουνί που το καράβι σέρνει, και το πηγαίνει στα βουνά και προκοπή δε φέρνει.
-Ανάθεμα! λένε μετά όλοι μαζί, σα χορός τραγωδίας.
Στεναχωρήθηκα, παίδες μου αγαπημένοι. Ο Γιώργης ήτανε και νόστιμος και χαβαλές, κρίμα να μας τον ρημάξει η Λουφτβάφε. Έλα όμως που εμένα η κοπέλα αυτή μου είχε φανεί καλή περίπτωση. Ξανθούλα, εξυπνούλα, αφρατούλα, χαρούμενη, καθηγήτρια τεχνικών, και πολύ ξηγημένη γιατί μου έλυνε όλες μου τις απορίες για το σεξ. Γαμάτη, με λίγα λόγια. Άρχισα λοιπόν να το ερευνώ. Το συμπέρασμα ήταν ανατρεπτικό: ο Γιώργης περνούσε φίνα στο Μόναχο. Ο ντόπιος ρέμαλος είχε μεταμορφωθεί σε συνεπή επιχειρηματία: Είχε ανοίξει ταβέρνα αρχαιοελληνική όπου σέρβιρε ψαρομεζέδες συνοδεία κιθάρας, λυρικής ποίησης Σαπφούς και βαρβατίλας. Έσκιζε το παλικάρι. Είχε χώσει και τη Λουφτχάνσα στο μανατζάρισμα για να αναλάβει αυτός τις δημόσιες (και ιδιωτικές) σχέσεις με τους γερμανοτσολιάδες (όπως αποκαλούσε ο ίδιος τις ψηλές τις φραουγκόμενες)
Απόρησα. Πώς διάολο συμμορφώθηκε ο Γιώργης ο χαμένος ο κορμής και κρατούσε επιχείρηση; Τους ψεκάζουνε με μαλακοδιαλυτικό εκεί στο τελωνείο; Το μυστήριο λύθηκε μετά δυο καλοκαίρια που πάλι είχαμε ξεμείνει από φράγκα και αράζαμε στην Καρδαμύλη. Ο Γιώργης ήρθε για μια βδομάδα με τη Λουφτχάνσα και το Λουφτχανσάκι και μου έλυσε όλες τις απορίες.
«Ρε μικρό, απλά είναι τα πράματα, γιατί προβληματίζεσαι; Ξέρεις πού πηγαίνουν οι προπονητές τους δρομείς για να τους προετοιμάσουν για τους μεγάλους αγώνες δρόμου; Στα βουνά της Αιθιοπίας. Στα 5 και στα 6 χιλιάδες μέτρα ο αέρας δεν έχει οξυγόνο και ζορίζεσαι. Μετά βίας σέρνεις τα πόδια σου. Ένα βήμα είναι κατόρθωμα. Μόλις όμως μάθεις να τρέχεις στα ζόρικα, κατεβαίνεις να αγωνιστείς στα νότια με όλο το οξυγόνο να ρέει άφθονο στα πνευμόνια σου και σκίζεις. Εσύ που έχει μάθει να επιβιώνεις με όλα τα εμπόδια, μόλις φύγουν τα εμπόδια πετάς σαν αετός στον αέρα. Με πιάνεις;».
Τον έπιασα. Τον έπιασα ακόμα καλύτερα πολύ αργότερα που πήγα για μεταπτυχιακό στην Αμερική πρώτα και μετά Αγγλία για διδακτορικό. Στη γαμοχώρα μας κυνηγούσαμε να βρούμε καθηγητή με το τουφέκι, να βρούμε αίθουσα χωρίς λόγκο. «Οι καθηγητές γαμιούνται και οι φοιτητές κοιμούνται». Στο Αμέρικα ήρθε ο σύμβουλός μου και μου είπε μια μέρα ότι με βλέπει λίγο κομμένη και μήπως έχω οικογενειακά προβλήματα; Μήπως θέλω ένα σέσιον με σύμβουλο/ψυχοθεραπεύτρια; Μήπως θέλω κάνα ατομικό φροντιστήριο; Όπα, ρε φίλε, λέω, τι θα μου πεις στη συνέχεια; Μήπως θέλω να αλλάξεις το μαλακτικό στα σεντόνια της εστίας; Ε, πώς να μη σκίσει ο Έλληνας ο φοιτητής, αυτός ο χαρισματικός ζογκλέρ, σε τέτοιες συνθήκες μαθησιακής νιρβάνας;
Ελπίζω να σας έλυσα την απορία γιατί οι Έλληνες σκίζουν στο εξωτερικό, παίδες μου αγαπημένοι. Στο επόμενο θα ασχοληθούμε με ένα ακόμα πιο καυτό ερώτημα: «Γιατί σκίζουν τους Έλληνες στο εσωτερικό;».
Πηγή:protagon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ σχολιάζεις εσύ!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...